- ενουρανιος
- ἐνουράνιοςἐν-ουράνιος2небесный
(οἰωνοί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἰωνοί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐνουράνιος — in heaven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενουράνιος — α, ο (AM ἐνουράνιος, ον) [ουράνιος] αυτός που βρίσκεται στον ουρανό … Dictionary of Greek
ἐνουράνιον — ἐνουράνιος in heaven masc/fem acc sg ἐνουράνιος in heaven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνουρανίῳ — ἐνουράνιος in heaven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνουράνια — ἐνουράνιος in heaven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνουράνιοι — ἐνουράνιος in heaven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)